καυσοῦ

καυσοῦ
καυσόομαι
pres imperat mp 2nd sg
καυσόομαι
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
καυσόω
heat
pres imperat mp 2nd sg
καυσόω
heat
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καύσου — καύ̱σου , καῦσος causus masc gen sg καυσόω heat pres imperat act 2nd sg καυσόω heat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • πύρωση — η / πύρωσις, ώσεως, ΝΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση 2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπερχλωρυδρία — η, Ν ιατρ. αυξημένη περιεκτικότητα τού γαστρικού υγρού σε υδροχλωρικό οξύ, που εκδηλώνεται με αίσθημα καύσου και ξυνίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperchlorhydria < υπερ * + χλώριο + ύδωρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην Ιατρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”